- αμίαντος
- (6oς αι. π.Χ.).Γιος του Λυκούργου από την Τραπεζούντα, ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη, που τελικά παντρεύτηκε τον Αθηναίο Μεγακλή.
* * *(I)-η, -ο (Α ἀμίαντος, -ον)1. αυτός που δεν μιάνθηκε, αμόλυντος, αγνός, καθαρός2. αυτός που δεν επιτρέπεται να μιανθεί, άσπιλος, ιερόςαρχ.το θηλ. ως ουσ. η ἀμίαντοςη θάλασσα2. «ἀμίαντος λίθος», υποπράσινος λίθος, είδος ασβέστη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + ἐμίανα, μιαίνω. Στα αρχαία Ελληνικά η φρ. ἀμίαντος λίθος δήλωνε «είδος ασβέστη», λόγω τής καθαρότητας τού χρώματός του. Στη συνέχεια το επίθ. ἀμίαντος κατά παράλειψη τού ουσ. λίθος πέρασε στη Λατινική, πρβλ. amiantus και από εκεί στην ξενική ορολογία τής ορυκτολογίας, από όπου και η νεώτερη σημασία τού όρου αμίαντος στα νέα Ελληνικά.ΠΑΡ. νεοελλ. αμίαντο, αμιαντώδης.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμιαντοειδής, αμιαντοτσιμέντο, αμιαντωρυχείο].————————(II)ο (Ορυκτ.)κοινή ονομασία ομάδας ορυκτών με ινώδη μορφή, τα οποία από χημική άποψη είναι ένυδρες πυριτικές ενώσεις τού ασβεστίου και κυρίως τού μαγνησίου και προέρχονται από εξαλλοίωση τού σερπεντίνη και αποτελούν την ινώδη μορφή του.
Dictionary of Greek. 2013.